Επίσης, η μετάβαση αφορά τα ακόλουθα:
- ρουτίνα του ύπνου
- προετοιμασία για το σχολείο
- γέννηση ενός αδερφού
- μετακόμιση σε νέο σπίτι
Οι μεταβάσεις είναι φυσικό μέρος της καθημερινής ζωής στο σπίτι, καθώς και στην κοινότητα. Τα παιδί αναμένεται να προσαρμοστεί σε αλλαγές που συμβαίνουν στο πρόγραμμα, σε πρόσωπα, συνομηλίκους, περιβάλλοντα και ρουτίνες. Τα παιδιά με διαταραχή αυτιστικού φάσματος (ΔΑΦ) μπορεί να έχουν μεγαλύτερη δυσκολία στην αλλαγή της εστίασης προσοχής από ένα έργο σε ένα άλλο ή σε αλλαγές στη ρουτίνα, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε αυξημένο άγχος και προκλητικές συμπεριφορές (Flannery & Homer, 1994).
Με προσεκτικό σχεδιασμό, έγκαιρη προετοιμασία και χρήση «στρατηγικών μετάβασης», οι γονείς μπορούν να αυξήσουν την προβλεψιμότητα και τη ρουτίνα γύρω από τις μεταβάσεις (Smith Myles, 2005).
Πώς γίνονται οι μεταβάσεις πιο ομαλά:
- παρέχοντας ένα οπτικό πρόγραμμα για το σπίτι
- προειδοποιώντας με αντίστροφη μέτρηση, π.χ. «3,2,1…»
- εξηγώντας στο παιδί τι πρόκειται να ακολουθήσει
- εκθέτοντας το παιδί σταδιακά σε νέες δραστηριότητες και μέρη
- τοποθετώντας ένα χρονόμετρο.
Σκεφτείτε ότι η προετοιμασία του παιδιού με ΔΑΦ προκειμένου να δεχτεί τη μετάβαση:
- μειώνει το χρονικό διάστημα που χρειάζεται για να κάνει τη μετάβαση
- αυξάνει την κατάλληλη συμπεριφορά κατά τη διάρκεια των μεταβάσεων
- αυξάνει την ανεξαρτησία του παιδιού
- αυξάνει τις πιθανότητες επιτυχίας στην ένταξή του στο σχολείο και στην κοινότητα.
Προετοιμασία του παιδιού για μεταβάσεις
Η προετοιμασία του παιδιού για μεταβάσεις απαιτεί σχεδιασμό. Μερικά παιδιά μπορεί να είναι ικανά να μεταβούν πιο εύκολα με μια λεκτική παρότρυνση, π.χ. «Τέλος στη ζωγραφική, είναι ώρα για κούνια», ενώ άλλα παιδιά μπορεί να χρειάζονται πιο δομημένη υποστήριξη, προκειμένου να κάνουν μια επιτυχή μετάβαση. Η χρήση οπτικών βοηθημάτων κατά τη διάρκεια μιας μετάβασης μπορεί να μειώσει σημαντικά το χρόνο μετάβασης και τις προκλητικές συμπεριφορές (Schmit, Alper, Raschke & Ryndak, 2000).
Εργαλεία χρήσιμα για τις μεταβάσεις:
- Οπτικά χρονόμετρα επιτρέπουν στα παιδιά να «βλέπουν» πόσος χρόνος τους μένει πριν να χρειαστεί να περάσουν σε άλλη δραστηριότητα. Επίσης, μετατρέπει την αφηρημένη έννοια του χρόνου σε κάτι πιο χειροπιαστό.
- Οπτικές αντίστροφες μετρήσεις επιτρέπουν στα παιδιά να «βλέπουν» πόσος χρόνος τους μένει. Αυτό είναι ευεργετικό όταν η στιγμή της μετάβασης πρέπει να είναι ευέλικτη. Ένα εργαλείο οπτικής αντίστροφης μέτρησης μπορεί να είναι οποιουδήποτε στυλ έχει νόημα για το παιδί (Hume, 2008).
- Οπτικά προγράμματα επιτρέπουν στα παιδιά να βλέπουν τι θα γίνει μετά, να κατανοήσουν μια σειρά από δραστηριότητες και να αυξήσουν την προβλεψιμότητά τους. Τα οπτικά προγράμματα που χρησιμοποιούνται στο σπίτι μπορούν να βοηθήσουν να μειωθεί ο χρόνος μετάβασης. Όταν χρησιμοποιείται ένα οπτικό πρόγραμμα, είναι σημαντικό να εκτιμάται η ποσότητα των πληροφοριών που χρειάζεται το παιδί προκειμένου να κάνει μια επιτυχή μετάβαση. Για παράδειγμα, το παιδί σας μπορεί να μεταβαίνει επιτυχώς, όταν γνωρίζει τη ρουτίνα όλης της μέρας, ενώ άλλα παιδιά μπορεί να χρειάζεται να έχουν κάθε φορά μόνο μια δραστηριότητα στο οπτικό πρόγραμμα. Τα οπτικά προγράμματα μπορούν να είναι φορητά για τα παιδιά ή να τοποθετούνται σε μια κεντρική θέση μέσα στο σπίτι.
- «Προγράμματα πριν/μετά» επιτρέπουν στο παιδί να βλέπει ποια δραστηριότητα θα ακολουθήσει. Αυτό μπορεί να είναι ευεργετικό εργαλείο που βοηθά το παιδί να ολοκληρώσει και να μεταβεί από μια μη επιθυμητή δραστηριότητα σε μια επιθυμητή δραστηριότητα (αρχή του Premack).
- Στοιχεία μετάβασης είναι οποιοδήποτε στοιχείο που βρίσκεται στο περιβάλλον, το οποίο σηματοδοτεί τη μετάβαση που επέρχεται. Για παράδειγμα: ένα κουδούνι, το ανοιγοκλείσιμο των φώτων ή η ερμηνεία ενός τραγουδιού (Hume, 2008).
- Μια κοινωνική αφήγηση είναι μια ενεργή στρατηγική που σχεδιάστηκε για να περιγράψει κοινωνικές καταστάσεις που είναι μπερδεμένες ή προκλητικές για τα παιδιά με ΔΑΦ (π.χ. μεταβάσεις). Συχνά είναι γραμμένες από ενήλικες για ένα παιδί με τη μορφή μιας ιστορίας και λαμβάνουν υπόψη τις ικανότητες και το μαθησιακό του στυλ. Περιγράφουν κοινωνικές καταστάσεις που εντοπίζουν το γιατί, πού, πότε, ποιος και τι μπορεί να περιλαμβάνει (Smith, Myles, Trautman & Schelvan ,2004).
Πώς μπορώ να κάνω το παιδί μου να συγκεντρωθεί σε μια λιγότερη επιθυμητή δραστηριότητα;
Όταν η προσδοκία μου είναι να ολοκληρώσει το παιδί μια λιγότερο επιθυμητή δραστηριότητα, ο σχεδιασμός μιας επιθυμητής δραστηριότητας που ακολουθεί μπορεί να είναι το κίνητρο που χρειάζεται για να παραμείνει στο έργο. Η χρήση οπτικών ερεθισμάτων μπορεί να βοηθήσει το παιδί να δει τι θα ακολουθήσει. Για παράδειγμα, «πρώτα πιτζάμες (λιγότερο επιθυμητό), μετά διάβασμα βιβλίου (επιθυμητό αντικείμενο)». Η αρχή του Premack λέει ότι μια δραστηριότητα υψηλής πιθανότητας μπορεί να λειτουργήσει ως θετική ενίσχυση για μια χαμηλής πιθανότητας δραστηριότητα (μη επιθυμητή) (Alberto & Troutman, 2006).
Γιατί πρέπει να χρησιμοποιώ «στρατηγικές μετάβασης»;
Οι μεταβάσεις αποτελούν μεγάλο μέρος της καθημερινής ζωής, καθώς μετακινούμαστε σε διαφορετικές δραστηριότητες ή τοποθεσίες. Οι έρευνες έχουν δείξει ότι μέχρι και 25% της μέρας ενός παιδιού μπορεί να καταναλώνεται στη συμμετοχή σε δραστηριότητες μετάβασης, όπως η μετάβαση από μια δραστηριότητα σε μια άλλη, η παρακολούθηση τελετουργικών και η συμμετοχή σε γεύματα με άλλους (Sainato, Strain, Lefebvre & Rapp, 1987). Οι «στρατηγικές μετάβασης» μπορεί να είναι ευεργετικές, επειδή:
- ορισμένα άτομα με ΔΑΦ δυσκολεύονται στη διαχείριση των αλλαγών της ρουτίνας ή του περιβάλλοντος και μπορεί να χρειάζονται «ομοιότητα» και προβλεψιμότητα
- αυξάνουν την ανεξαρτησία του παιδιού και την ικανότητα να επιτύχει σε κοινοτικά πλαίσια
- ορισμένα άτομα με ΔΑΦ έχουν δυσκολία να κατανοήσουν τις λεκτικές οδηγίες ή εξηγήσεις, συμπεριλαμβανομένων των οδηγιών με πολλά βήματα
- μπορεί το άτομο με ΔΑΦ να μην αναγνωρίζει τα στοιχεία εκείνα που οδηγούν σε μια μετάβαση (π.χ. οι γονείς στρώνουν το τραπέζι ή γεμίζουν την μπανιέρα και τοποθετούν μια πετσέτα) και μπορεί να μην ξέρει την ώρα για να προχωρήσει
- μπορεί το άτομο με ΔΑΦ να έχει περιορισμένα πρότυπα συμπεριφοράς που είναι δύσκολο να διακοπούν
- μπορεί το άτομο με ΔΑΦ να έχει υψηλότερα επίπεδα άγχους που μπορεί να επηρεάσει τη συμπεριφορά του κατά τη διάρκεια απρόβλεπτων καταστάσεων.
Μετάφραση-επιμέλεια: Ευγενία Δουβαρά